τραυλισμός

τραυλισμός
ο, ΝΜΑ [τραυλίζω]
διακοπή τής χρονικής ροής τού λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις τού μυϊκού συστήματος τής αναπνοής, τής παραγωγής τής φωνής και τής άρθρωσης τού λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραυλισμός — lisping masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλισμός — ο 1. δυσχέρεια στην προφορά ορισμένων συμφώνων και αντικατάστασή τους με άλλα (π.χ. γ αντί του ρ, σ αντί του θ), ψελλισμός. 2. βραδυγλωσσία, κεκεδισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυλισμοί — τραυλισμός lisping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλισμοῦ — τραυλισμός lisping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυλισμόν — τραυλισμός lisping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητακισμός — ο σύμπτωμα διαταραχής τού λόγου κατά το οποίο παρατηρείται τραυλισμός τού ζ ή και περισσότερων συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα + κατάλ. κισμος, (πρβλ. ητα κισμός, ιωτα κισμός και τσιτα κισμός)] …   Dictionary of Greek

  • ιωτακισμός — ὁ (AM ἰωτακισμός) νεοελλ. 1. το φωνολογικό φαινόμενο τής μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων τής αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά… …   Dictionary of Greek

  • καππακισμός — ο μερικός τραυλισμός τού γράμματος κάππα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καππα κισμός < κάππα (ΙΙ) κατά τα ητα κισμός, ιωτα κισμός] …   Dictionary of Greek

  • ξικισμός — ο διαταραχή τού λόγου, τραυλισμός, φυσική ανωμαλία στην προφορά τού ξ, που μερικά άτομα τό προσφέρουν παχύτερα από την κανονική προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ξι + κατάλ. (κ)ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”